Πετρωτά - Ζεόλιθος

Πετρωτά - Ζεόλιθος
Όταν μαζέψαμε τον ζεόλιθο για πρώτη φορά εκεί που ήταν απαγορευμένος είχαμε στο μυαλό μας έναν άλλον αγώνα ακόμα πιο σκληρό που δικαιώθηκε με ειρηνικό τρόπο ενάντια στην Αυτοκρατορία που δεν ήθελε να εγκαταλείψει το μονοπώλειό της πρέπει λοιπόν ν' αντιληφθείς κι εσύ ότι η πορεία μας έχει αρχίσει για να απελευθερώσουμε την πατρίδα μας από τα προβλήματα που την καταπατούν εδώ και χρόνια γιατί δεν τόλμησε κανένας από εμάς να σκεφτεί το αδιανόητο.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

«Αλεξανδρούπολη: Ιστορικά Ανάλεκτα»

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ
Ιστορικές διαδρομές


Στις αρχές του δευτέρου μισού του 19ου αι., στο μυθικό δρυότοπο των ορφικών δρυάδων, γεννήθηκε το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) και ο ρόλος που έμελλε να παίξει στη συνέχεια σαν εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο της περιοχής, διαγραφόταν καθοριστικός.
Ήταν η εποχή που η βιομηχανική παραγωγή των ειδών και το εμπόριο γνώριζαν αλματώδη ανάπτυξη. Τα προϊόντα της πλούσιας ενδοχώρας της Θράκης, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας ζητούσαν διέξοδο στην Άσπρη Θάλασσα από τον όρμο του Δεδέαγατς, γιατί το λιμάνι της Αίνου, εγκλωβισμένο πλέον από τις πολύχρονες προσχώσεις του Έβρου ποταμού, αχρηστεύτηκε τελείως και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις επιτακτικές ανάγκες του καιρού. 
Τη γρήγορη μελλοντική του ανάπτυξη διείδαν οι διορατικοί και δαιμόνιοι Έλληνες της γύρω περιοχής, που άρχισαν να καταφθάνουν στον έρημο τόπο και αποτέλεσαν τους πρώτους οικιστές. [..] Οι Έλληνες κάτοικοι του Δεδέαγατς αυξήθηκαν με ταχύ ρυθμό και η ανάγκη της προστασίας των συμφερόντων τους ήταν πλέον επιτακτική, όπως πολύ σωστά είχε προβλέψει ο πρόξενος Βατικιώτης. [..] Πρώτος Προξενικός Πράκτορας διορίστηκε ο αντιπρόσωπος του Εμπορικού Οίκου Σκυλίτση και πρόεδρος της Ελληνικής Αδελφότητας του Δεδέαγατς τότε, Νικόλαος Βαφειάδης.
Αλλά ο κίνδυνος της έκρηξης ενός Ρωσοτουρκικού πολέμου, που διαγραφόταν πλέον ορατός, ώθησε την ελληνική κυβέρνηση να αποφασίσει τον επόμενο χρόνο την αναβάθμιση του Προξενικού Πρακτορείου του Δεδέαγατς σε Υποπροξενείο και την 17η Φεβρουαρίου 1876 διορίστηκε Υποπρόξενος ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ο οποίος έφθανε στην έδρα του και ανέλαβε καθήκοντα την 16η Μαΐου 1877. Από την εποχή αυτή και μετά το Δεδέαγατς αν και νεοσύστατο οικονομικό κέντρο συγκέντρωσε μια έντονη εμπορική και ναυτιλιακή κίνηση που σε λίγα χρόνια τη ζήλευαν και αυτά τα μεγάλα λιμάνια της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης.
Ακαταμάχητο προνόμιο αποτέλεσε η δεσπόζουσα θέση του με τον σιδηρόδρομο και το λιμάνι του. Αυτό το μικρό αλλά εργώδες λιμανάκι του, με τις εκατό μαούνες και τις μεγαλοβάρκες και ένα μελισσολόι από χίλιους αρκάδες χειρώνακτες, Αρμένηδες τους περισσότερους, έσφυζε από κίνηση και ζωή και ανταποκρινόταν με επάρκεια στις αυξημένες ανάγκες του καιρού. Έτσι το Δεδέαγατς εξελίχθηκε σε κέντρο διαμετακόμισης, εμπορίου και συναλλαγής, έδρα ονομαστών εμπορικών οίκων και διεθνών ναυτιλιακών πρακτορείων και αριθμούσε πολλές διαπιστευμένες προξενικές αρχές, όπως της Ελλάδας, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίες, της Αυστροουγγαρίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, της Ρωσίας, της Περσίας.
Έγινε δηλαδή μια κοσμούπολη, που την αποτελούσαν άνθρωποι με γνώση στο εμπόριο και τις συναλλαγές και που τα έργα τους ενέπνεαν εμπιστοσύνη και σεβασμό, γιατί οι πράξεις τους ήταν προϊόν πείρας, κατάλληλης παιδείας και κοσμοπολιτισμού. Η πίστη και η τιμιότητα στις συναλλαγές τους, η ευγένεια και η αρχοντιά στις ανθρώπινες σχέσεις τους- που είναι σήμερα σπορ άγνωστα σ’ έναν ρηχό μικρόκοσμο- ήταν τότε κανόνας και αρχή τους. Αν στον κόσμο αυτόν της κουλτούρας προστεθούν και πολλοί Ευρωπαίοι- Φραγκολεβαντίνοι μεγαλουπάλληλοι των σιδηροδρόμων, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα με τις οικογένειές τους και αποτέλεσαν μια δυναμική ευρωπαϊκή παροικία, αντιλαμβάνεται κανείς πως στην πόλη που γεννήθηκε, στο σταυροδρόμι των λαών, επιτελούνταν μια πρωτοποριακή οικονομική και κοινωνική κοσμογονία.
Ρενδικότες, ημίψηλα, φίλντισι και έβενος, μπαστούνια με χρυσοποίκιλτες και ασημοκέντητες λαβές, ήταν τα αξεσουάρ της καθημερινής τους χρήσης και άνθρωποι εκλεπτυσμένοι και στοχαστικοί αποτελούσαν την πλειάδα των κατοίκων της. Έλληνες οι περισσότεροι, μα και Ευρωπαίοι πολλοί, έδιναν αέρα κοσμοπολίτικο στην πόλη όταν ξεχύνονταν- κομψοί- για το σεργιάνι τους στο δρόμο τον φαρδύ (Λεωφόρος Δημοκρατίας, σήμερα) και ανασήκωναν με χάρη τα «πομπέ» και τα ακριβά καπελίνα τους για ν’ ανταλλάξουν μεταξύ τους αβρό χαιρετισμό.
Αλλά αυτές οι κοσμοπολίτικες ρομαντικές εικόνες χάθηκαν με τον καιρό, γιατί οι βαλκανικοί πόλεμοι, που ξέσπασαν στις αρχές του 20ου αι., σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα τους γηγενείς κατοίκους της πόλης και την ερήμωσαν. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή που ακολούθησε και την ανατροπή των δημογραφικών δεδομένων που επήλθε στην ευρύτερη περιοχή, χάθηκαν και οι τελευταίοι μέσα στο πλήθος των νέων κατοίκων της και με τον καιρό ξεφύτρωσε μια πόλη «Βαβέλ»  η Αλεξανδρούπολη- που σε τίποτα δε θυμίζει σήμερα, το μικρό αλλά δυναμικό και κοσμοπολίτικο Δεδέαγατς της εποχής εκείνης.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Τερζής, Α.Δ. «Αλεξανδρούπολη: Ιστορικά Ανάλεκτα». Σελ.15-17